-Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε στον τιμητικό τόμο για την καθηγήτρια Καλλιόπη Σπινέλλη, εκδόσεις Σάκκουλα 2010, σελ.757-770.
Η παρούσα μελέτη εξετάζει το θέμα της απεγκληματοποίησης της χρήσης ναρκωτικών σε θεωρητικό επίπεδο και της καταπολέμησης της εμπορίας ηρωϊνης με την χορήγησή της από κρατικούς φορείς στους χρήστες, αξιολογώντας σχετικές πρωτοβουλίες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στο γενικότερο πλαίσιο της καταπολέμησης της εγκληματικότητας, υφίσταται και μία τάση απεγκληματοποίησης ορισμένων εγκλημάτων, όπως η πορνεία, η χρήση «μαλακών» ναρκωτικών και τα εγκλήματα «χωρίς θύματα». Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο δεν «δημιουργούνται» εγκληματίες από τους δράστες αυτών των πράξεων, αλλά δεν ενισχύεται και η περαιτέρω «εγκληματικότητά» τους με την έννοια της δευτερογενούς αποκλίσεως. Το βασικό επιχείρημα αυτής της τάσεως είναι ότι η ποινικοποίηση ορισμένης συμπεριφοράς και η απαγόρευση «αγαθών» δημιουργεί χώρους εκμετάλλευσης από εγκληματίες, όπως είχε συμβεί στις δεκαετίες του 1920 και 1930 στις Η.Π.Α. με τους γκάνγκστερς και την ποτοαπαγόρευση. Στην περίπτωση της αποποινικοποίησης της χρήσης ναρκωτικών έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι «ο τομέας της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών θα δεχόταν ένα καθοριστικό πλήγμα από την πρωτοβουλία αυτή, η αποποινικοποίηση δεν θα προωθούνταν από λόγους σκοπιμότητας για την πάταξη του εμπορίου, αλλά κυρίως γιατί επιβάλλεται δογματικά λόγω του μη ανεκτού της τιμώρησης των αυτοπροσβολών σε ένα φιλελεύθερο ποινικό σύστημα».
Μία τέτοια πολιτική, πέρα από τα κοινωνικά, νομικά προβλήματα και τους ηθικούς προβληματισμούς, χρειάζεται προσεχτική σχεδίαση. Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, όπου η χρήση «μαλακών» ναρκωτικών τύπου ινδικής κάνναβης και μαριχουάνας είναι επιτρεπτή, το κράτος δεν ελέγχει πλήρως αυτή την αγορά, κυρίως όσον αφορά στη συμμετοχή εγκληματικών οργανώσεων στο έλεγχο των coffee shops και στο πρόβλημα του «ναρκωτουρισμού», παρόλα αυτά γίνονται προσπάθειες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, χωρίς να παραγνωρίζονται και τα θετικά από την πολιτική αυτή κυρίως στους τομείς της υγιεινής και στην αποτροπή της νεολαίας να εμπλακεί με κυκλώματα διακίνησης «σκληρών» ναρκωτικών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρωτοβουλία της Ελβετίας, η οποία αναλύεται παρακάτω, όπου υπό προϋποθέσεις χορηγείται σε εξαρτημένα άτομα ηρωίνη από κρατικούς φορείς.
Η καταστολή σε γενικές γραμμές δεν φαίνεται να επιλύει το πρόβλημα, πολύ λίγες είναι οι περιπτώσεις γνωστών μεγαλεμπόρων που καταδικάστηκαν και παρέμειναν στη φυλακή, ενώ το εμπόριο των ναρκωτικών δεν έχει καμφθεί.
Οι χρήστες ναρκωτικών εισέρχονται σε έναν φαύλο κύκλο καθώς εκτιμάται ότι ένας χρήστης ηρωίνης, σε μεσαίο στάδιο εξάρτησης, χρειάζεται 50 mg καθαρή ηρωίνη την ημέρα και αν κάνει χρήση 20 φορές το μήνα χρειάζεται ένα σημαντικό ποσό για την αγορά της. Αν βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο εξάρτησης πιθανόν να χρειάζεται διπλάσια ποσότητα ή περισσότερη, είναι ευνόητο ότι αν δε διαθέτει επαρκείς πόρους θα οδηγηθεί σε εγκληματικές πράξεις, με συνηθέστερη τη διάπραξη κλοπών η οποία αντιπροσωπεύει το 50% της σχετικής με τα ναρκωτικά εγκληματικότητας. Τα εξαρτημένα άτομα προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δόση τους προσπαθούν, πιεζόμενοι από τους εμπόρους ναρκωτικών, να δημιουργήσουν μια ομάδα χρηστών, εκτιμάται έτσι ότι κάθε τοξικομανής έχει μυήσει στα ναρκωτικά 7-8 νέους χρήστες.
Είναι σίγουρο ότι σε περίπτωση που θεσμοθετηθεί η παροχή ναρκωτικών ουσιών, όπως η ηρωίνη, παράλληλα με την ενίσχυση των προγραμμάτων απεξάρτησης, από κρατικούς φορείς, σε άτομα που έχει διαπιστωθεί ότι είναι εξαρτημένα και τα οποία πρέπει να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται ως ασθενείς, αφαιρώντας με τον τρόπο αυτό από τις οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην παράνομη αγορά το οικονομικό τους κίνητρο, οι χαμένοι της υπόθεσης θα είναι οι έμποροι ναρκωτικών και οι μηχανισμοί και τα μέσα για τη διάδοση των ναρκωτικών (βαποράκια, διαφθορά κλπ), ενώ το κράτος θα είναι κερδισμένο από πολλές απόψεις και στο θέμα του κόστους της αντιμετώπισης και στο θέμα της δημόσιας υγιεινής. Το συγκεκριμένο ζήτημα δεν αφορά στην αποποινικοποίηση, όπου ούτως ή άλλως η χρήση ναρκωτικών από εξαρτημένα άτομα έχει ουσιαστικά αποποινικοποιηθεί, αλλά αφορά στην αντιμετώπιση από το κράτος της μάστιγας του εμπορίου ναρκωτικών ουσιών.
Οι εξελίξεις στις ευρωπαϊκές πολιτικές για τα ναρκωτικά και οι νέες προσεγγίσεις δείχνουν μια στροφή προς την αποποινικοποίηση ορισμένων κατηγοριών συμπεριφοράς οι οποίες συνδέονται με την κατανάλωση και την κατοχή ναρκωτικών για προσωπική χρήση. Τα περισσότερα κράτη – μέλη απορρίπτουν τις ακραίες λύσεις όπως η πλήρης νομιμοποίηση ή η αυστηρή καταστολή, εξακολουθούν όμως να απαγορεύουν την κατανάλωση ναρκωτικών, τροποποιώντας ταυτόχρονα τις ποινές και τα μέτρα που εφαρμόζονται σε αυτή την περίπτωση.
Για μία πολιτική απεγκληματοποίησης ορισμένων παράνομων συναλλαγών και ειδικότερα εκείνων που έχουν να κάνουν με την αυτοπροσβολή των πολιτών, πρέπει να εξετασθεί το ζητούμενο, το κράτος με τις συντεταγμένες εξουσίες του έχει αναλάβει τη διαχείριση ορισμένων θεμάτων και μεταξύ αυτών την προάσπιση συγκεκριμένων εννόμων αγαθών και την ασφάλεια και προστασία των πολιτών του. Ο βαθμός και το είδος της προστασίας τους εξαρτάται, μεταξύ άλλων και από το νομικό πατερναλισμό και κοινωνικό μοραλισμό. Η κοινωνία με τα εκάστοτε ήθη της υπαγορεύει τη διαχειριστική εξουσία του κράτους και αυτό το κριτήριο είναι και το βασικότερο για την (από)ποινικοποίηση ορισμένων μορφών αποκλίνουσας κοινωνικής συμπεριφοράς. Πέραν τούτων και όσον αφορά σε σύγχρονες μορφές εγκληματικής δράσης όπως στην υπερεθνική οργανωμένη εγκληματική δράση πρέπει να ληφθεί υπόψη η δομή του οργανωμένου εγκλήματος το οποίο δραστηριοποιείται σε ένα ευρύ φάσμα της παράνομης αγοράς, ενώ διαθέτει τη δυναμική να επεκταθεί σε διάφορες εγκληματικές δραστηριότητες οι οποίες παρουσιάζουν προοπτική κέρδους.
Γενικότερα σχετικά με την οργανωμένη εγκληματική δράση όπου η εμπορία ναρκωτικών αποτελεί μια από τις σημαντικότερες δραστηριότητες και πηγή πλουτισμού, μία πολιτική αποποινικοποίησης θα πρέπει να είναι συνολική, σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό χώρο για να πολλαπλασιάσει τα αποτελέσματά της και με προσεχτική σχεδίαση λαμβάνοντας υπόψη ποικίλους παράγοντες (κοινωνικούς, οικονομικούς, δημόσιας υγείας κ.α.). Δεν πρέπει να παραγνωριστεί ότι η οργανωμένη εγκληματική δράση συμβιβάζεται με τις συνθήκες και έχει ευέλικτο σχήμα, αν απολέσει ένα μέρος της αγοράς παράνομων προϊόντων και υπηρεσιών μπορεί να αξιοποιήσει τους μηχανισμούς της σε άλλους τομείς και άλλες αγορές γι’ αυτό και η λύση αυτή δεν είναι αποτελεσματική αν δεν αποτελεί μέρος μίας συνολικής μακροπρόθεσμης κυρίως αντεγκληματικής πολιτικής κατά του οργανωμένου εγκλήματος εν γένει.
Η βασικότερη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του υπερεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και ειδικότερα μιας σημαντικής έκφανσης αυτού όπως η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, είναι η συνειδητοποίηση της σοβαρότητάς του και κυρίως η πολιτική βούληση για την αντιμετώπισή του, η οποία πολλές φορές αμβλύνεται από περιπτώσεις διαφθοράς και άλλων τινών σκοπιμοτήτων. Ενδεικτικά και όσον αφορά για παράδειγμα στο θέμα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, μια προσφιλή δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος λόγω των υψηλών κερδών, αναφέρεται το εξής: Στη Νότια Κορέα προβλέπεται με σχετικά πρόσφατη νομοθετική διάταξη ποινή κάθειρξης δέκα ετών για του προαγωγούς. Βουλευτής της χώρας υποστήριξε ότι οι δρακόντειες ρυθμίσεις θα οδηγήσουν σε χρεοκοπία τους σχετικούς χώρους, που είναι διάσπαρτοι σε όλη τη χώρα στερώντας από την εθνική οικονομία ένα ετήσιο έσοδο της τάξης των 21 δις δολαρίων!
Μία τέτοια πολιτική αποποινικοποίησης ορισμένων μορφών εγκληματικής δράσης, φαίνεται ότι έως ένα σημείο αντιμετωπίζει το πρόβλημα, πέραν των προϋποθέσεων που αναφέρονται και των άλλων προβλημάτων που ανακύπτουν, αλλά σαφώς δεν λύνει το ίδιο το πρόβλημα, το οποίο όπως αναφέρει ο Λίβος αποτελεί περίπλοκο κοινωνικό φαινόμενο.
Το πρόβλημα της εγκληματικότητας εν γένει είναι σύνθετο και πρέπει να ληφθούν πολλοί παράγοντες υπόψη (κοινωνικοί, οικονομικοί, οικογενειακοί κ.α.), εν προκειμένω δεν επιχειρείται μια κοινωνιολογική ανάλυση του προβλήματος των ναρκωτικών, ούτε εξετάζονται συνολικά τρόποι αντιμετώπισης, αλλά κατατίθεται η επιτυχημένη εμπειρία της Ελβετίας και της Φρανκφούρτης, η οποία θα μπορούσε να εμπνεύσει τους αρμοδίους για να εφαρμόσουν τα προγράμματα αυτά και στην ελληνική πραγματικότητα.
Οι προσπάθειες για τον έλεγχο πρέπει να ενταχθούν σε ευρύτερες πολιτικές όπως στην υγεία, στην εκπαίδευση και στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη γενικότερα.
Πρέπει να γίνει αποδεκτό, κατά τη σχεδίαση της γενικότερης στρατηγικής κατά των ναρκωτικών και ως φιλοσοφία αντιμετώπισης, ότι η χρήση ναρκωτικών δεν αποτελεί απλή συνέπεια ελεύθερων ατομικών επιλογών, αλλά είναι επίσης και αποτέλεσμα κοινωνικών συνθηκών που περιθωριοποιεί ορισμένες ομάδες του κοινωνικού συνόλου. Επιπλέον, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι κανένας από μόνος του (οργανώσεις, φορείς, ακόμη και τα ίδια τα κράτη) δε μπορεί να λύσει το πρόβλημα των ναρκωτικών το οποίο αποτελεί πρόβλημα όλων και απειλεί σοβαρά τον κοινωνικό ιστό, με συνέπειες και σε άλλους τομείς όπως στην υγιεινή, στην οικονομία, στην ασφάλεια, καθώς η εγκληματική αυτή δράση, λόγω των υπέρογκων κερδών που αποφέρει στους παραγωγούς και διακινητές, συνδέεται αρκετά συχνά με το υπερεθνικό οργανωμένο έγκλημα, οι συνέπειες της δράσης του οποίου είναι τεράστιες. Τα ίδια τα προβλήματα από τη χρήση ναρκωτικών όπως οι κλοπές ή ληστείες, ο θάνατος από τη χρήση ναρκωτικών, η απασχόληση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και του συστήματος υγείας και το σχετικό οικονομικό κόστος τόσο από τους παραπάνω λόγους, όσο και από τις προσπάθειες για την πρόληψη και καταστολή εν γένει, επιβάλλουν την αλλαγή του τρόπου αντιμετώπισης των χρηστών. Η Ελβετία για παράδειγμα στους παραπάνω τομείς βγήκε κερδισμένη. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης.
Ας εξετάσουμε όμως την εμπειρία άλλων προηγμένων χωρών όπως η Ελβετία και η Γερμανία στο θέμα αυτό και ιδιαίτερα στη χορήγηση ηρωίνης σε εξαρτημένα άτομα από κρατικούς φορείς.
Το 1994 η Ελβετία καθιέρωσε ένα πειραματικό πρόγραμμα για τη χορήγηση ηρωίνης με σκοπό να προσεγγίσει του χρήστες ηρωίνης που είχαν αποτύχει σε προηγούμενες προσπάθειες και είδη θεραπείας, έτσι 17 θεραπευτικά προγράμματα δημιουργήθηκαν στην Ελβετία και συγκεντρώθηκαν πληροφορίες μεταξύ των ετών 1994 έως και 1996 για 1.146 χρήστες ηρωίνης που παρακολούθησαν το πρόγραμμα. Το πρόγραμμα στη Γενεύη είναι ανοικτό για 6 ημέρες την εβδομάδα, για τρεις χρονικές περιόδους, διάρκειας 1,5 ωρών έκαστη, την ημέρα και έχει 42 συμμετέχοντες. Η μεθαδόνη συνταγογραφείται για την ημέρα που το κέντρο είναι κλειστό και για την περίοδο των διακοπών. Η συμμετέχοντες παρακολουθούν το πρόγραμμα τρεις φορές την ημέρα και τους χορηγείται καθαρή ηρωίνη με ένεση από νοσηλευτικό προσωπικό. Στη διάθεση των συμμετεχόντων βρίσκεται ιατρικό προσωπικό στο οποίο περιλαμβάνεται ένα γιατρός και ένας ψυχίατρος, καθώς και νοσηλευτές και κοινωνικός λειτουργός.
Τα αποτελέσματα της εθνικής έρευνας των 1.146 ατόμων που συμμετείχαν στα παραπάνω προγράμματα είναι ενθαρρυντικά και σε γενικές γραμμές αναφέρονται τα εξής:
-Σημαντική βελτίωση της σωματικής και πνευματικής υγείας.
-Η διακίνηση ηρωίνης και κοκαΐνης σημείωσε σημαντική μείωση.
-Τα στεγαστικά προβλήματα βελτιώθηκαν και σταθεροποιήθηκαν.
-Η επαφή με χώρους ναρκωτικών μειώθηκε σημαντικά.
-Τα έσοδα από παράνομες και ημί-παράνομες (semi-legal) δραστηριότητες μειώθηκαν δραματικά από 59% σε 10%.
-Ο αριθμός των εγκλημάτων μειώθηκε κατά 60%.
-Ο αριθμός των ατόμων με μόνιμη απασχόληση αυξήθηκε από 14% σε 32%.
-Ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε από 44% σε 20%.
Το πρόγραμμα της Ελβετίας ενθάρρυνε και άλλες χώρες όπως τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Ισπανία που ανέλαβαν πρωτοβουλίες σχετικές με τη χορήγηση ηρωίνης σε συγκεκριμένες ομάδες χρηστών, ενώ συζητήσεις λαμβάνουν χώρα και αλλού (πχ Βανκούβερ). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε αναφορά του εκτιμώντας το παραπάνω πρόγραμμα εκφράστηκε αισιόδοξα για την πρωτοβουλία αυτή, υπέδειξε ωστόσο ότι είναι απαραίτητο να δοκιμαστεί περαιτέρω.
Η Ελβετία υποστηρίζει ότι σε σχέση και μόνο με την κοινωνική ενσωμάτωση το πρόγραμμα είναι πετυχημένο γιατί χρήστες ναρκωτικών που δεν είχαν επαφή με το σύστημα υγείας παρακολουθούν θεραπευτικές συνεδρίες τρεις φορές την ημέρα και βλέπουν γιατρούς, ψυχίατρους, νοσηλευτές και κοινωνικούς λειτουργούς. Από την άλλη – ένα θέμα που πιθανόν να «συγκινήσει» και τους έλληνες ιθύνοντες- η ανάλυση κόστους αποκαλύπτει ότι η ελβετική κυβέρνηση «κέρδισε» 46 ελβετικά φράγκα ανά ασθενή εξαιτίας της μείωσης του κόστους για εγκληματικές έρευνες και του χρόνου φυλάκισης, καθώς και από τη βελτίωση της υγείας των ασθενών.
Οι σκοποί του προγράμματος είναι η μείωση της βλάβης που προκαλείται στους χρήστες και στο κράτος από τη χρήση ναρκωτικών, η αντιμετώπιση της εμπορίας η οποία δημιουργεί νέους χρήστες και η επανασύνδεση του χρήστη με τον κοινωνικό ιστό και η ενθάρρυνσή του για απεξάρτηση και θεραπεία.
Τα θετικά αποτελέσματα του πειραματικού προγράμματος οδήγησαν την Ελβετία στην συνέχιση των ερευνών για τέτοιου τύπου μεταχείριση στους εξαρτημένους και για νομοθετικές αλλαγές που θα έδιναν τη νομική βάση για την χορήγηση ηρωίνης στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής για την καταπολέμηση των ναρκωτικών.
Ενδιαφέρον έδειξε η Φρανκφούρτη, το μοντέλο της οποίας θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα αξιοποιώντας την υπάρχουσα υποδομή. Για μία δεκαετία από το 1989 έως το 1999 ο δήμος της Φρανκφούρτης μέσω το γραφείου του Συντονιστή για την πολιτική κατά των ναρκωτικών, εξέλιξε και εφάρμοσε ένα πρόγραμμα το οποίο οδήγησε σε δραματική μείωση περιστατικών από χρήστες ναρκωτικών που προσβάλλουν τη δημόσια τάξη και στη σημαντική βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας ζωής των χρηστών στο κέντρο της πόλης. Η Φρανκφούρτη διαθέτοντας ένα υψηλό επίπεδο κίνησης κεφαλαίου και εμπορίου είναι πόλος έλξης για τη διεθνή διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.
Το 1989 ο Δήμος της Φρανκφούρτης θεσμοθέτησε τη θέση του Συντονιστή για την πολιτική κατά των ναρκωτικών αποσκοπώντας και σε συνεργασία με τη δημοτική αρχή, τις αρμόδιες υπηρεσίας δημόσιας υγείας, το υπουργείο δικαιοσύνης, τις κοινωνικές υπηρεσίες και την αστυνομία, να εξελίξουν ένα πρόγραμμα για την αντιμετώπιση του σοβαρού προβλήματος της χρήσης και διακίνησης ναρκωτικών στο κέντρο της Φρανκφούρτης. Από το 1989 έως το 1992 έλαβε χώρα μεγάλη προσπάθεια για το σχεδιασμό μιας συντονισμένης απάντησης στο πρόβλημα. Στα επόμενα δυο χρόνια άρχισε η υλοποίηση της προσπάθειας. Σημειώνεται ότι σημαντικό ρόλο, στο θέμα της χρηματοδότησης της ιδέας, διαδραμάτισε η επιχειρηματική κοινότητα γύρω από το εμπορικό κέντρο της Φρανκφούρτης.
Το πρώτο στοιχείο της στρατηγικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών ήταν να πειστούν οι αρμόδιες αρχές να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο χορηγείτο η μεθαδόνη στην θεραπεία από τα ναρκωτικά. Η χρήση της μεθαδόνης για τη σταθεροποίηση των χρηστών αποτελούσε θεμέλιο λίθο του προγράμματος και οι γιατροί συνταγογραφούσαν μεθαδόνη μόνο στην περίπτωση που υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή του χρήστη ότε και ο χρήστης εντασσόταν σε ένα αυστηρό πρόγραμμα όπου έπρεπε να απέχει από τη χρήση ναρκωτικών. Το 1991 διευρύνθηκε το πρόγραμμα χορήγησης μεθαδόνης και συμμετείχαν επιπλέον 1000 χρήστες. Για να συμμετάσχει κάποιος στο πρόγραμμα έπρεπε να πιστοποιήσει ότι κατοικούσε στη Φρανκφούρτη για ένα διάστημα 12 μηνών.
Η δεύτερη φάση του προγράμματος έλαβε χώρα το 1992 με σκοπό να μειωθούν οι περαιτέρω βλάβες – ζημιές από τη χρήση ναρκωτικών. Έτσι διατέθηκαν 300 κλίνες για τους χρήστες, σε ειδικούς χώρους – καταφύγια, ιδρύθηκαν 6 κέντρα για την αντιμετώπιση κρίσεων, προγράμματα εκπαίδευσης για τις βλάβες που μπορεί να υποστεί κάποιος χρήστης και για τις ανταλλαγές βελονών κατά τη χρήση ναρκωτικών, για τις κλινικές μεθαδόνης, κ.α. Η αστυνομία μετέβη σε ένα πάρκο της Φρανκφούρτης (Taunusalge Park) όπου γινόταν εκτεταμένη εμπορία και χρήση ναρκωτικών και ανακοίνωσε ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν χρήση ναρκωτικών ουσιών ανοικτά στην περιοχή και διένειμαν χάρτες στους χρήστες όπου υπεδείκνυαν τις νέες υπηρεσίες. Η αστυνομία και οι κοινωνικές υπηρεσίες προσπάθησαν να αλλάξουν τη συμπεριφορά των χρηστών και να τους εντάξουν στις νέες υπηρεσίες.
Ως μέρος της στρατηγικής, ο Δήμαρχος της Φρανκφούρτης συναντήθηκε με τους δημάρχους των γειτονικών δήμων για να τους ενημερώσει ότι η Φρανκφούρτη θα προχωρούσε σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για τη μείωση της βλάβης των χρηστών και να προσπαθήσει να τους πείσει ότι και οι άλλες πόλεις θα έπρεπε να ξεκινήσουν να φροντίζουν για τους εξαρτημένους δημότες τους.
Η τρίτη φάση του προγράμματος (1994-1996) περιλάμβανε τη δημιουργία 5 κέντρων για την ασφαλή ενέσιμη χρήση αποσκοπώντας στη μείωση της «δημόσιας χρήσης» και στο να φέρει σε επαφή τους χρήστες με τις υπηρεσίες υγείας.
Η επόμενη φάση το έτος 2000 ήταν η δημιουργία ενός εθνικού προγράμματος για τη συνταγογράφιση ηρωίνης, παρόμοιο με το πρόγραμμα της Ελβετίας. Οι γερμανοί ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο από τους ελβετούς. Οι τελευταίοι υιοθέτησαν μια επιστημονική πειραματική προσέγγιση εξετάζοντας την αποτελεσματικότητα της συνταγογράφισης ηρωίνης χωρίς νομοθετικό πλαίσιο για την συνεχή χρήση της ουσίας από τους γιατρούς. Οι γερμανοί ξεκίνησαν μια διαδικασία η οποία είναι ίδια όπως εκείνη που οι φαρμακευτικές εταιρείες χρησιμοποιούν για να προωθήσουν στην αγορά ένα φάρμακο. Η ηρωίνη θα παρέμενε μια υψηλά ελεγχόμενη ουσία και θα κατασκευαζόταν στη Γερμανία από τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Ο συνδυασμός της μεγαλύτερης ευχέρειας στη χορήγηση μεθαδόνης με την παύση της δημόσιας χρήσης ναρκωτικών στο Taunusalge Park της Φρανκφούρτης και το άνοιγμα την ίδια στιγμή των υπηρεσιών για τη μείωση των βλαβών των χρηστών, οδήγησε –τα επόμενα πέντε χρόνια- σε δραματική μείωση του ποσοστού των περιστατικών θανάτου λόγω υπερβολικής χρήσης ναρκωτικών. Με το άνοιγμα των ασφαλών χώρων για τη χρήση ναρκωτικών τα ποσοστά σημείωσαν εκ νέου σημαντική μείωση. Ο αριθμός των χρηστών που έκαναν δημόσια χρήση μειώθηκε από 1.500 σε 100-200 άτομα. Το ποσοστό του aids μεταξύ των χρηστών που έκαναν ενδοφλέβια χρήση μειώθηκε από 24% σε 14%. Η επέκταση του προγράμματος για τη χορήγηση ενέσεων ήταν σημαντική και ενέσεις διετίθεντο σε πολλά σημεία στην πόλη και στα φαρμακεία.
Υπήρξε σημαντική μείωση γενικότερα της δραστηριότητας των ναρκωτικών στο κέντρο της πόλης. Καθώς οι χρήστες μετακινήθηκαν στις διάφορες νέες υπηρεσίες και κυρίως στους χώρους ασφαλούς χρήσης ναρκωτικών και στα καταφύγια, η αστυνομία μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει τους εξαρτημένους διακινητές ναρκωτικών (βαποράκια, ήτοι ναρκομανείς που πουλάνε ναρκωτικά με σκοπό να εξασφαλίσουν τη δόση τους) και τους μη εξαρτημένους διακινητές. Λόγω του αυξανόμενου ελέγχου στους διακινητές μερικοί από αυτούς μετακινήθηκαν από τη Φρανκφούρτη προς τις γειτονικές περιοχές. Εξ αιτίας αυτού άλλες πόλεις άρχισαν να παρέχουν βασικές υπηρεσίες σε χρήστες ναρκωτικών. Στη Φρανκφούρτη εξακολουθεί να υφίσταται διακίνηση ναρκωτικών στους δρόμους αλλά με πολύ διακριτικό τρόπο και οι διακινητές δεν συναθροίζονται στους δρόμους και στα πάρκα.
Ο αριθμός των δικαστικών υποθέσεων που σχετίζονταν με ναρκωτικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90 αυξανόταν κάθε χρόνο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ιδρύθηκαν δικαστήρια που εκδίκαζαν υποθέσεις ναρκωτικών μόνο και τα άτομα που καταδικάζονταν σε ποινή φυλάκισης μπορούσαν να επιλέξουν θεραπεία η οποία περιλάμβανε και θεραπεία με μεθαδόνη. Το 1994 επήλθε μια πτώση 7%, το 1997 οι σχετικές υποθέσεις έπεσαν κατά 15%. Το πρόγραμμα έλαβε ευρεία υποστήριξη από τοπικές επιχειρήσεις. Ο αρχηγός της αστυνομίας μαζί με τραπεζικές και λοιπές τοπικές επιχειρήσεις ίδρυσαν μία οργάνωση «Πολίτες και Αστυνομία για την αυξημένη Ασφάλεια» η οποία υποστήριζε οικονομικά κάποιες από τις παραπάνω πρωτοβουλίες.
Σχετικά με τις παραπάνω πρωτοβουλίες:
-Τα δωμάτια ασφαλούς χρήσης ναρκωτικών είναι κλινικά επανδρωμένα ώστε να επιτρέπουν στα άτομα να κάνουν ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών σε ένα ήσυχο υπό επίβλεψη περιβάλλον. Ο σκοπός είναι η μείωση της δημόσιας χρήσης ναρκωτικών και η βελτίωση της υγείας των χρηστών. Εκεί που παλαιότερα ανθούσε η δημόσια εμπορία και χρήση ναρκωτικών υφίστανται πλέον τρία διαφορετικά είδη ασφαλών χώρων. Κάθε χώρος – δωμάτιο διοικείται από ένα μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο και προσφέρει λίγο διαφορετικές υπηρεσίες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι υπεύθυνος για το «La Strada» είναι ο εθνικός οργανισμός για το aids και προσφέρει ένα δωμάτιο για ασφαλή ενδοφλέβια χρήση, ένα καταφύγιο που διανυκτερεύει για επείγοντα περιστατικά, 6 κρεβάτια ολοήμερα για άτομα που βρίσκονται σε κρίση, παρέμβαση κρίσεων, καφέ και παροχή γευμάτων 2 ημέρες την εβδομάδα, εκπαίδευση για το aids και ειδικό πρόγραμμα που επικεντρώνεται στους χρήστες κοκαϊνης και κρακ. Ορισμένα άτομα απαιτούν άμεση επέμβαση λόγω κρίσης, άλλα χρειάζονται προσωπική υποστήριξη και συμβουλευτική. Τα 6 ολοήμερα κρεβάτια φιλοξενούν εκείνους που είναι άρρωστοι αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να εισαχθούν σε νοσοκομείο. Το διανυκτερεύον καταφύγιο μπορεί να φιλοξενήσει 14 άντρες και 9 γυναίκες. Οι χρήστες μπορούν να παραπεμφθούν σε θεραπευτικά και αποτοξινωτικά προγράμματα και προγράμματα υποκατάστασης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 1997, 194 άτομα ζήτησαν να υπαχθούν σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης και 64 από αυτά το ολοκλήρωσαν επιτυχημένα.
Στα δωμάτια ασφαλούς χρήσης τα άτομα χρησιμοποιούν τα δικά τους ναρκωτικά και λαμβάνουν ένα αποστειρωμένο κουτί με τα απαραίτητα από το προσωπικό το οποίο καταγράφει ορισμένα βασικά στατιστικά στοιχεία. Μετά τη χρήση τα άτομα ενθαρρύνονται να περάσουν λίγη ώρα στο καφέ, αυτό επιτρέπει περισσότερη επίβλεψη της συμπεριφοράς τους και ενισχύει την πιθανότητα να παραταθεί ή να αυξηθεί η επαφή με τους χρήστες. Το προσωπικό στο οποίο συμμετέχει και κοινωνικός λειτουργός είναι εκπαιδευμένο ώστε να ανανήψει θύματα υπερβολικής δόσης, χωρίς να καλέσουν ασθενοφόρο στο 50% των περιπτώσεων. Το προσωπικό φροντίζει να μην δημιουργείται πλήθος έξω από το χώρο και να μην εισέρχονται διακινητές ναρκωτικών ειδοποιώντας σε διαφορετική περίπτωση την αστυνομία.
Σε ένα άλλο κέντρο «The Eastside» δίνεται η δυνατότητα συμμετοχής σε πρόγραμμα εργασίας -κυρίως μέσα στο κέντρο- το οποίο επιτρέπει στον συμμετέχοντα – χρήστη να κερδίζει κάποια χρήματα. Η φιλοσοφία του προγράμματος είναι η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης του ατόμου και η αλλαγή στάσης ζωής, καθώς και του τρόπου λήψης αποφάσεων. Ανάλογα με τη δυνατότητα προσφοράς εργασίας του χρήστη αναπτύχθηκαν τρία επίπεδα εργασίας.
Το πρόγραμμα της Φρανκφούρτης επέτρεψε στην αστυνομία να επαναπροσδιορίσει αρκετή από την προσοχή της προς τους μεσαίου και υψηλού επιπέδου εμπόρους ναρκωτικών και εισαγωγείς επιτρέποντας στην τοπική αστυνομία να συνεργαστεί με το σύστημα φροντίδας χρηστών σε βελτιωμένες συνθήκες.
Είναι ξεκάθαρο ότι η γερμανική και ελβετική κοινωνία αποδέχθηκε την παράνομη χρήση ναρκωτικών ως ένα συνεχές φαινόμενο το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί με ρεαλιστικό και πρακτικό τρόπο. Η βασική σκέψη ήταν να φέρουν τους χρήστες ναρκωτικών σε έναν ελεγχόμενο χώρο όπου θα μπορούν να κάνουν χρήση με ασφάλεια, να αισθάνονται αποδεκτοί και να εμπιστευθούν ξανά την κοινωνία χωρίς να αισθάνονται απόβλητοι. Τους δίνεται επίσης η ευκαιρία να ενημερωθούν και να συμμετάσχουν σε θεραπευτικά προγράμματα, διότι ορθώς ο χρήστης αντιμετωπίζεται ως ασθενής και όχι ως παραβάτης.
Ίσως η πιο σημαντική εξέλιξη είναι η δέσμευση σε πολιτικό επίπεδο στην Ελβετία και στη Γερμανία για την που θα χορηγηθούν για τις πρωτοβουλίες που αφορούν στην πρόληψη αύξηση των πόρων, στην καταστολή, στη θεραπεία και στη μείωση της βλάβης. Τα ποσά πλέον που κερδίζονται λόγω της μη εμπλοκής των χρηστών στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, στην περίθαλψη, στα επείγοντα περιστατικά κλπ είναι σημαντικά και βοηθούν στο να εμπεδωθεί ευρύτερη δημόσια υποστήριξη στο πρόγραμμα.
Εφόσον πιστεύουμε ότι η εξάρτηση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης είναι ώρα να διαχωρίσουμε τους χρήστες ναρκωτικών από τα εγκληματικά στοιχεία στην παράνομη αγορά των ναρκωτικών και να τους εντάξουμε στις υπηρεσίες υγείας. Επιπλέον οι τοπικές κοινωνίες, πέραν του κράτους, πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη των δημοτών τους και να τους παράσχουν τις αρμόζουσες υπηρεσίες ώστε να συναντηθούν οι ανάγκες του χρήστη ναρκωτικών και της τοπικής κοινωνίας.
Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Ελβετίας είχε ήδη ολοκληρώσει με επιτυχία δύο πακέτα μέτρων για τη μείωση των προβλημάτων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά. Το τρίτο πακέτο μέτρων (MaPaDro III) αφορά στο χρονικό διάστημα 2006 – 2011. Οι προηγούμενες πρωτοβουλίες βοήθησαν στη βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης, της θέσης και της υγείας των εξαρτημένων ατόμων. Η πιο σημαντική επιτυχία ήταν η μείωση του αριθμού των μολύνσεων από τον ιό HIV και των θανάτων που οφείλονται στα ναρκωτικά. Επιπλέον ο αριθμός των εγκληματικών πράξεων (που σχετίζονται με τα ναρκωτικά) μειώθηκε, ενώ σχεδόν εξαφανίστηκε η χρήση ναρκωτικών σε ανοικτούς χώρους. Παρατηρήθηκε επίσης μια μείωση στη χρήση ηρωίνης, ωστόσο έχει αυξηθεί η κατανάλωση άλλων ναρκωτικών όπως η κάνναβη, τα συνθετικά ναρκωτικά και η κοκαϊνη.
Οι εμπνευστές του τρίτου πακέτου μέτρων έχουν ως όραμα τον περιορισμό των προβλημάτων που προκαλούνται από τα ναρκωτικά, με σκοπούς τη μείωση της κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών, τη μείωση των αρνητικών συνεπειών για τους χρήστες ναρκωτικών και τη μείωση των αρνητικών συνεπειών για τη κοινωνία. Η στρατηγική στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες: στην πρόληψη, στη θεραπεία, στη μείωση της βλάβης από τη χρήση ναρκωτικών (στους χρήστες και στην κοινωνία) και στην εφαρμογή του νόμου (με την υιοθέτηση των κατάλληλων νομοθετικών μέτρων για την ενίσχυση της απαγόρευσης διακίνησης ναρκωτικών). Σχετικά με την πρόληψη γίνεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε συμπεριφορική πρόληψη (behavioural prevention) η οποία απευθύνεται στο άτομο και αποσκοπεί να επιδράσει στη συμπεριφορά του και σε δομική πρόληψη ή πρόληψη των συνθηκών (condition prevention – structural prevention) η οποία έχει ως στόχο να αλλάξει τις κοινωνικές δομές και τους παράγοντες του περιβάλλοντος που εμμέσως επιδρούν στη συμπεριφορά του ατόμου. Στη θεραπεία επίσης μεταξύ των μέτρων που λαμβάνονται είναι η χορήγηση υποκατάστατων και κυρίως η μεθαδόνη καθώς και η χορήγηση ηρωίνης. Οι περισσότεροι χρήστες στην Ελβετία κάνουν χρήση κυρίως ηρωίνης, η χρήση κοκαϊνης είναι αυξανόμενη σε σχέση με την ηρωίνη, ωστόσο ο αριθμός εξαρτημένων χρηστών αποκλειστικά και μόνο από κοκαΐνη είναι μικρός. Γι’ αυτό προς το παρόν προτείνεται η χορήγηση ηρωίνης και όχι άλλες ναρκωτικές ουσίες, ώστε να εξεταστεί πιλοτικά το πρόγραμμα.
Το τρίτο πακέτο μέτρων εξελίχθηκε και υποστηρίζεται από το Ομοσπονδιακό Γραφείο Δημόσιας Υγείας με τη συνεργασία της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας και του Ομοσπονδιακού Γραφείου Δικαιοσύνης. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση απλώς παίζει έναν υποστηρικτικό ρόλο στην πολιτική κατά των ναρκωτικών καθώς τα Καντόνια σε συνεργασία με τους δήμους και τις κοινότητες, αλλά και με ιδιωτικούς οργανισμούς και μη κυβερνητικές οργανώσεις, είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των μέτρων.
Ένας άλλος τρόπος μείωσης του κόστους είναι η μη δημιουργία κέντρων, τουλάχιστον σε αρχικό στάδιο, όπως γίνεται στη Φρανκφούρτη, αλλά η χορήγηση ηρωίνης στους εξαρτημένους από ασθενοφόρα επανδρωμένα με ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό το οποίο θα ελέγχει ότι ο εξαρτημένος κάνει χρήση ο ίδιος, θα του δίνονται πληροφορίες για θεραπευτικά προγράμματα και θα μπορεί να συμμετέχει σε υποστηρικτικές ομάδες με άλλους χρήστες.
Το όλο σχέδιο δεν αναλύεται περαιτέρω διότι ξεπερνάει την ύλη του παρόντος.
Αξίζει να τονιστεί ότι είναι εμφανές πλέον και από όσα παραπάνω αναφέρονται ότι οι τοπικές κοινωνίες (πολίτες, ΟΤΑ, επιχειρήσεις) μπορούν και πρέπει να παίξουν ένα θεμελιώδη ρόλο στη μείωση των συνεπειών που προκύπτουν από τη χρήση ναρκωτικών, αλλά και εν γένει στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να αναλάβουν ενεργό ρόλο σε αυτό τον τομέα και ειδικότερα οι οργανωμένοι θεσμοί όπως οι ΟΤΑ, αλλά και οι πολίτες σε εθελοντική βάση (γεγονός που θα τους ευαισθητοποιήσει και θα τους φέρει κοντά στο πρόβλημα και στις συνέπειες από τη χρήση ναρκωτικών) και οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Θα πρέπει να ενεργοποιηθεί σε εθνικό επίπεδο, ένα από τα σημαντικότερα μέσα αντεγκληματικής πολιτικής, η συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική μέσω των Τοπικών Συμβουλίων Πρόληψης Παραβατικότητας (ΤοΣΠΠΑ). Τα ΤοΣΠΠΑ θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο εάν εφαρμοστούν παρόμοια προγράμματα με αυτά της Ελβετίας και της Φρανκφούρτης στην Ελλάδα.
Τα Τοπικά Συμβούλια αποτελούν πραγματικά ένα ιδιαίτερα σημαντικό θεσμό στην προσπάθεια αντιμετώπισης του εγκλήματος έχοντας δύο βασικές διαστάσεις μία συμβολική και μία πρακτική.
Η συμβολική διάσταση αφορά στη δυνατότητα που δίνεται στον πολίτη να συμμετάσχει, να διατυπώσει και να υλοποιήσει τρόπους πρόληψης και καταπολέμησης της παραβατικότητας. Ο ίδιος ο πολίτης με τη βοήθεια και το συντονισμό ειδικών επιστημόνων γίνεται ο εμπνευστής και εφαρμοστής μιας αντεγκληματικής δράσης.
Οι δημοτικές αρχές μαζί με τους δημότες εξετάζουν τα προβλήματα και συναποφασίζουν, στο πλαίσιο της νομιμότητας, οι πολίτες γνωρίζονται μεταξύ τους και εξοικειώνονται με τις υπηρεσίες του δήμου. Ο πολίτης – δημότης δραστηριοποιείται, γίνεται ενεργός. Ανοίγεται έτσι μια νέα διάσταση στην εφαρμοσμένη αντεγκληματική πολιτική.
Στην πρακτική του διάσταση αποτελεί ίσως μία από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες αντεγκληματικής πολιτικής δεδομένης της πανελλήνιας εμβέλειας και του ιδιαίτερου προληπτικού χαρακτήρα της δράσης, αλλά και των ποικίλων δυνατοτήτων που παρέχει στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή αντεγκληματικής πολιτικής.
Τα Τοπικά Συμβούλια αποτελούν μια πρόκληση, κατ’ αρχήν για τους πολίτες όπου οι ίδιοι με το βαθμό συμμετοχής τους θα αποδείξουν το πόσο ενεργά συμμετέχουν στις πρωτοβουλίες για την ασφάλειά τους. Επίσης θα φέρουν πιο κοντά τον πολίτη με την τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ ο δημότης θα εμπεδώσει την αίσθηση ότι ό ίδιος συμμετέχει σε μια πρωτοβουλία που τον αφορά και συναποφασίζει.
Αποτελούν πρόκληση για την τοπική αυτοδιοίκηση, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να υλοποιηθεί ένα ευρύ φάσμα δράσεων και να σταθεί έτσι αρωγός στο πολύ σημαντικό ζήτημα της ασφάλειας των δημοτών, αλλά και στην ανάληψη της φροντίδας των δημοτών τους που κάνουν χρήση ναρκωτικών.
Αποτελούν πρόκληση για τους ίδιους του ειδικούς επιστήμονες και φορείς που απαρτίζουν τα Συμβούλια, στους οποίους δίνεται η ευκαιρία να αναλάβουν δράσεις στον ευαίσθητο τομέα της ασφάλειας των πολιτών, σύμφωνα με τις οδηγίες και το συντονισμό του Κεντρικού Συμβουλίου.
Τέλος αποτελούν πρόκληση και για τους πολιτικούς ταγούς καθώς με την πολιτική βούληση για την υλοποίηση και συμπαράσταση σε αυτή την πρωτοβουλία, η οποία σημειωτέον είναι δοκιμασμένη και πετυχημένη σε άλλες χώρες, θα δείξουν στον πολίτη ότι υπάρχει τρόπος για την κατά το δυνατόν αντιμετώπιση της παραβατικότητας και μπορεί να υλοποιηθεί ώστε να μην αποτελούν πια «γράμμα κενό» οι διάφορες σχετικές πρωτοβουλίες. Η, πολλές φορές στείρα και με ιδιαίτερα υψηλό κόστος, καταστολή δεν είναι πανάκεια, ούτε φαίνεται να έχει λύσει το πρόβλημα της εγκληματικότητας, -ιδιαίτερα όσον αφορά στη μείωση των βλαβών από τη χρήση ναρκωτικών- το βάρος πρέπει να δοθεί στην πρόληψη και στη συμμετοχή – ευαισθητοποίηση του πολίτη στην αντιμετώπιση της παραβατικότητας στο πλαίσιο της νομιμότητας, εξάλλου αυτό είναι κάτι που μας αφορά όλους.
Με τα Τοπικά Συμβούλια δίνεται μια ιδιαίτερα σημαντική ευκαιρία πρακτικής εφαρμογής της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής, με πολλές διαστάσεις. Η ενεργοποίησή τους και ο προσανατολισμός τους στην αντιμετώπιση των βλαβών από τη χρήση ναρκωτικών, σε συνεργασία και με άλλους φορείς, όπως γίνεται στην Ελβετία, θα εμπλουτίσει το οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών με ένα εξαιρετικά σημαντικό μέσο.
Από την άλλη το μόνο που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο κακός μας εαυτός, η προχειρότητα, ο ανταγωνισμός, η μικροπολιτική. Μας δίνεται μια σημαντική ευκαιρία η οποία απαιτεί μικρό κόστος σε σχέση με κατασταλτικές πολιτικές, έχει μεγάλες προοπτικές και απαιτεί επίσης μεγάλη όρεξη και μεράκι ώστε να γίνει κάτι διαφορετικό, ας μην αδρανήσουμε.
Από όσα εκτέθηκαν ακροθιγώς παραπάνω προκύπτει ότι η χορήγηση ηρωίνης από το κράτος στα πρότυπα της Ελβετίας και της Γερμανίας αποτελεί την πιο δραστική λύση για την αντιμετώπιση της μάστιγας των ναρκωτικών και την καταπολέμηση της εμπορίας. Απαιτείται πολιτική βούληση και οικονομική υποστήριξη για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού και ευαισθητοποίηση των τοπικών κοινωνιών αλλιώς θα εξακολουθούμε να εθελοτυφλούμε στο πρόβλημα.
Βλ. σχετικά Γεωργίου Χλούπη «Η αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών. Βασικές πρωτοβουλίες σε διεθνές και εθνικό επίπεδο», στην «Πειραϊκή Νομολογία», νομικό περιοδικό του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, τεύχος 1, Ιανουάριος – Φεβρουάριος – Μάρτιος 2004, σελ.11 επ. και εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 29 Ιουλίου 2005, σελ. 10, με τίτλο «Απεγκληματοποίηση και οργανωμένο έγκλημα».
Έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις και επιχειρήματα για την αποποινικοποίηση ή μη και απεγκληματοποίηση ή όχι της χρήσης ναρκωτικών ουσιών. Αναφέρονται συνοπτικά μερικά επιχειρήματα και από τις δύο απόψεις: Υποστηρίζεται ότι η θέση πως η χρήση ναρκωτικών αποτελεί έγκλημα χωρίς θύματα είναι εσφαλμένη καθώς τα εθισμένα άτομα μπορεί να προκαλέσουν βλάβες σε τρίτους. Ότι η μείωση των δυνατοτήτων πρόσβασης σε ναρκωτικές ουσίες λειτουργεί αποτρεπτικά στη χρήση τους, ενώ αντίθετα η ευκολία πρόσβασης θα αυξήσει την κατανάλωση. Η αντίθετη θέση υποστηρίζει ότι η εγκληματοποίηση και ποινικοποίηση έχει μικρή επίδραση στη χρήση ναρκωτικών. Ότι οδηγεί στη διαφθορά των δημοσίων λειτουργών και στον πλουτισμό των παραγωγών και διακινητών. Ότι επιβαρύνεται το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Ότι οι χρήστες είναι περισσότερο ευάλωτοι σε ασθένειες όταν κάνουν χρήση ναρκωτικών υπό καθεστώς παρανομίας. Οι χρήστες ναρκωτικών πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ασθενείς και όχι ως εγκληματίες. Βλ. σχετικά και Fred Leavitt «DRUGS & BEHAVIOR», 3rd edition, SAGE Publications, Thousand Oaks, London, New Delhi, 1995, σελ. 173 επ.
Κ. Δ. Σπινέλλη «Η γενική πρόληψη των εγκλημάτων. Θεωρητική και εμπειρική διερεύνηση μορφών κοινωνικού ελέγχου», ΠΟΙΝΙΚΑ αρ. 11, Αθήνα, Σάκκουλας, 1982, σελ. 78.
Οι απαγορεύσεις της εννόμου τάξεως δημιουργούν μεν τη παράνομη αγορά, όχι όμως και τις ίδιες τις ανάγκες του πληθυσμού σε παράνομα αγαθά και υπηρεσίες. Η ζήτηση τέτοιων αγαθών και υπηρεσιών δεν εκριζώνεται ούτε εξαλείφεται με απαγορεύσεις, αλλά συνιστά περίπλοκο κοινωνικό φαινόμενο. Βλ. σχετικά: Νίκος Λίβος «Οργανωμένο έγκλημα: Έννοια και δικονομικοί τρόποι αντιμετώπισής του», εισήγησή του δημοσιευμένη στα πρακτικά του Ζ΄ Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου με θέμα: «Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του ποινικού δικαίου», Σάκκουλας, Αθήνα, 2000, σελ. 25.
Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι απόσπασμα από σχετική παρέμβασή της δημοσιευμένη στα πρακτικά του Ζ΄ Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου με θέμα: «Το οργανωμένο έγκλημα από τη σκοπιά του ποινικού δικαίου», Σάκκουλας, Αθήνα, 2000, σελ. 196.
Ministry of Foreign Affairs, Ministry of Health, Welfare and Sport, Ministry of Justice, Ministry of the Interior, «Drugs Policy in the Netherlands», Rijswijk, October 1995, δημοσιευμένη στο: «the Internationalisation of Crime and Criminal Justice», University of Utrecht, 96/97, part one, σελ. 120 επ.
Αναγνώστου Γρηγόριος, αστυνομικός υποδιευθυντής, «ναρκωτικά. Η εγκληματικότητα στα εξαρτημένα άτομα», Αστυνομική Επιθεώρηση, Φεβρουάριος 2000, σελ. 74-75.
Βλ και Γεωργίου Χλούπη «Ο ρόλος της πολιτικής βούλησης στην αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος – ενδεικτική περιπτωσιολογία», «Δικηγορική Επικαιρότητα», Μάρτιος – Απρίλιος 2007, σελ. 6 επ.
Βλ. εφημερίδα ‘‘ΕΘΝΟΣ’’, 12 Οκτωβρίου 2004, σελ. 18 (πρόκειται για τον βουλευτή Τζουν Μπιούνγκ Χουν) και Γεωργίου Χλούπη: «Γυναίκες και παιδιά θύματα διασυνοριακής και διεθνικής εγκληματικής δράσης», «Ποινική Δικαιοσύνη», τεύχος 7/2006, σελ. 922 επ., το οποίο άρθρο αποτέλεσε εισήγηση σε σεμινάριο που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρία Θυματολογίας στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, με θέμα: «Τα διασυνοριακά θύματα – μέτρα προστασίας», στις 21-3-2005.
ο.π. υποσημείωση 4.
Βλ. Γεωργίου Χλούπη «Διασυνοριακό και υπερεθνικό οργανωμένο έγκλημα», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2005, σελ.190 επ.
«Switzerland’s National Drugs Policy (The federal government’s third package of measures to reduce drug-related problems {MaPaDro III} 2006 – 2011) και the social planning of the city of Vancouver» (www.city.vancouver.bc.ca).
Τhe social planning of the city of Vancouver (www.city.vancouver.bc.ca).
ο.π.
“Switzerland’s National Drugs Policy (The federal government’s third package of measures to reduce drug-related problems {MaPaDro III} 2006 – 2011).
Βλ. και Γεωργίου Χλούπη: «Τα Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης της Παραβατικότητας (ΤοΣΠΠΑ) και ο ρόλος του πολίτη στην εφαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής», «Δικηγορική Επικαιρότητα», Μάιος – Ιούνιος 2006, σελ. 8 επ. βλ. και σχετική δημοσίευση με τον ίδιο τίτλο στο: «Τοπικά Συμβούλια Πρόληψης Παραβατικότητας», πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα 17-5-2006, επιμέλεια Νέστωρ Κουράκης, Σάκκουλας, 2007, σελ.131 επ.