Το κείμενο αυτό αποτέλεσε διάλεξη σε πρόγραμμα διαλέξεων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά για δικηγόρους και ασκούμενους δικηγόρους η οποία έλαβε χώρα στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά στις 25-9-2008.
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
Το αντικείμενο της εισήγησης αυτής όπως δηλώνει ο τίτλος της, είναι η παρουσίαση της κατάστασης των θυμάτων διασυνοριακής και υπερεθνικής εγκληματικής δράσης (“cross-border crime” και “transnational crime’’ αντίστοιχα, κατά την αγγλική βιβλιογραφία). Η παρούσα εισήγηση περιορίζεται στην παρουσίαση μιας χαρακτηριστικής μορφής εγκληματικής δράσης, της σωματεμπορίας, η οποία συχνά έχει οργανωμένο χαρακτήρα αποκτώντας έτσι και μεγαλύτερη εγκληματική απαξία λόγω του μεγέθους του αριθμού των θυμάτων και της ποιότητας της εγκληματικής δράσης η οποία δυσκολεύει την αντιμετώπιση του φαινομένου και για το λόγο αυτό γίνεται αναφορά σε ορισμένα βασικά ζητήματα αντιμετώπισης της οργανωμένης εγκληματικής δράσης, το βασικότερο στοιχείο της οποίας είναι η πολιτική βούληση.
Αναφορά γίνεται επίσης και στο πολύ σημαντικό ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εμπλεκόμενων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης που θίγονται από τις προσπάθειες αντιμετώπισης της οργανωμένης εγκληματικής δράσης.
ΙΙ. ΘΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΙΑΣ.
Το πρώτο καταγεγραμμένο τουλάχιστον διεθνώς γνωστό θύμα trafficking είναι η Saartije Baartman από τη Ν. Αφρική. Η Baartman 21 ετών από την φυλή των Griqua, εργαζόταν ως υπηρέτρια σε ένα αγρόκτημα κοντά στο Κέηπ Τάουν. Όντας ήδη γεροντοκόρη με τα μέτρα της φυλής της και χωρίς δυνατότητες βελτίωσης της ζωής της πρόθυμα και εύπιστα δέχτηκε την προσφορά ενός περαστικού άγγλου χειρουργού του Δρ. G. Dunlop, που της υποσχέθηκε φήμη, χρήματα και ελευθερία σε μια μακρινή χώρα. Έτσι έφυγε μαζί του με πλοίο για το Λονδίνο το 1810. Ο γιατρός όμως είχε άλλα σχέδια, εντυπωσιασμένος από τα χαρακτηριστικά των γεννητικών οργάνων της και τα μεγάλα οπίσθιά της, κοινά χαρακτηριστικά των γυναικών της φυλής της, ο Dunlop αποφάσισε να την εκθέτει γυμνή σε κοινή θέα ενώπιον πλήθους Λονδρέζων, οι οποίοι πλήρωναν ένα σελίνι το άτομο για να δουν την «Αφροδίτη των Οττεντότων» από την Αφρική. Η Baartman υποχρεωνόταν να βαδίζει γυμνή πάνω σε έναν υπερυψωμένο διάδρομο, συρόμενη με λουρί από τον φύλακά της και εξετίθετο σαν άγριο ζώο υποχρεωμένο να περπατά, να σταματά ή να κάθεται, ανάλογα με τις διαταγές που έπαιρνε. Το αν η Baartman εισέπραξε κάτι από τα κέρδη της εκμετάλλευσής της παραμένει άγνωστο. Μη έχοντας οικογένεια ή φίλους, μη γνωρίζοντας τη γλώσσα και τα ευρωπαϊκά ήθη τόσο ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της για να επιβιώσει, κατέληξε αργότερα, όταν έπαψε το ενδιαφέρον γι’ αυτή στην πορνεία. Όταν πέθανε ολομόναχη και εγκαταλελειμμένη στη Γαλλία, μόνο έξι χρόνια μετά από την αναχώρησή της από το Κέιπ Τάουν, το σώμα της νεκροτομήθηκε, ο σκελετός της αφαιρέθηκε και τα γεννητικά της όργανα καθώς και ο εγκέφαλός της συντηρήθηκαν και εκτέθηκαν ως περίεργο έκθεμα του Μουσείου του Ανθρώπου στο Παρίσι για τα επόμενα 160 χρόνια. Το 1994 έπειτα από επίσημο αίτημα του τότε Προέδρου της Ν. Αφρικής, Ν. Μαντέλα ό,τι απέμεινε από την Baartman επεστράφη και τάφηκε στη Ν.Αφρική. Η ιστορία της, η εξαπάτησή της και η μεταφορά της σε άλλη χώρα για ιδιότυπη σεξουαλική εκμετάλλευση είναι ίσως η πιο γνωστή, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί μία από τις εκατοντάδες χιλιάδες περιπτώσεων της παράνομης διακίνησης γυναικών παγκοσμίως.
Έχοντας ξεπεράσει το μισό αιώνα από την Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και από τη σύμβαση του Ο.Η.Ε. του 1949 για την σωματεμπορία, υπολογίζεται ότι ετησίως και σε παγκόσμιο επίπεδο διακινούνται από ένα έως τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι από τις φτωχές προς τις πιο εύπορες χώρες. Σύμφωνα με υπολογισμούς της UNISEF ένα περίπου εκατομμύριο παιδιά προωθούνται κάθε χρόνο στην πορνεία.
Η σωματεμπορία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα υπερεθνικά εγκλήματα που στις περισσότερες των περιπτώσεων έχει οργανωμένο χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά στην εκμετάλλευση γυναικών για πορνεία και στην παιδεραστία, αποφέροντας τεράστια κέρδη στις εγκληματικές οργανώσεις, καταπατώντας βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων και προκαλώντας σημαντικά προβλήματα σε διάφορους τομείς, όπως στην δημόσια υγιεινή, στην χαλάρωση του κοινωνικού ιστού, κ.α..
Η διεθνής σύμβαση κατά του υπερεθνικού οργανωμένου εγκλήματος που υπεγράφη στο Παλέρμο το Δεκέμβριο του 2000 έχει συμπληρωθεί και από το ‘‘Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Διακίνησης Προσώπων, ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών’’, το οποίο αποτελεί το πρώτο διεθνές επίσημο νομικό κείμενο που ασχολείται με όλες τις πτυχές της διακίνησης προσώπων, όπως προκύπτει από το προοίμιο του πρωτοκόλλου. Για τους σκοπούς αυτού του πρωτοκόλλου διακίνηση ανθρώπων ορίζεται “η στρατολόγηση, μεταφορά, μετακίνηση, παροχή καταφυγίου ή παραλαβή προσώπων, με απειλές ή με χρήση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, απαγωγής, απάτης, παραπλάνησης, κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή παροχής ή αποδοχής πληρωμών ή ωφελειών για να επιτευχθεί η συγκατάθεση προσώπου που έχει τον έλεγχο άλλου προσώπου με σκοπό την εκμετάλλευση. Ο όρος εκμετάλλευση περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την εκμετάλλευση της πορνείας άλλων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, την αναγκαστική εργασία ή αναγκαστική παροχή υπηρεσιών, τη δουλεία ή πρακτικές παρόμοιες με τη δουλεία, την υποτέλεια ή την αφαίρεση οργάνων”. Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου ορίζεται επίσης ότι η συγκατάθεση του θύματος της διακίνησης προσώπων για την σχεδιαζόμενη εκμετάλλευση δεν λαμβάνεται υπόψη όταν έχει χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε από τα μέσα που αναφέρονται παραπάνω.
Η μορφή εμπορίας ανθρώπων, με τη γενική έννοια του όρου, η οποία θα μας απασχολήσει στο παρόν είναι κυρίως η διακίνηση γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση.
Τα πρώτα κύματα διακίνησης και εκμετάλλευσης γυναικών με σκοπό την πορνεία τα οποία κατέληγαν στην Δυτική Ευρώπη προέρχονταν το 1970 από την Νοτιοανατολική Ασία, ακολούθησε η Αφρική και έπειτα η Λατινική Αμερική. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η διακίνηση γυναικών και σε πολλές περιπτώσεις ανηλίκων κοριτσιών, από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη έχει αυξηθεί δραματικά. Μεγάλες εγκληματικές οργανώσεις όπως οι κινέζικες τριάδες και η γιακούζα διακινούν γυναίκες για σεξουαλική εκμετάλλευση στις Φιλιππίνες, τη Νότιο Κορέα και την Ταϊλάνδη.
Σε αρκετές περιπτώσεις τα θύματα εξαπατούνται σχετικά με τις συνθήκες “εργασίας” τους και με την είσοδό τους στη χώρα τους αφαιρούνταν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και ωθούνταν στην πορνεία ή εργάζονται ως πόρνες για να ξεπληρώσουν διάφορα χρέη. Πολλές φορές νεαρές γυναίκες ή παιδιά «πωλούνται» από συγγενείς τους για να ξεπληρώσουν χρέη τους ιδιαίτερα στις περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει καταγγελθεί ότι ορισμένοι ‘‘σωματέμποροι’’ παντρεύονται νεαρές κοπέλες από τις ανατολικές χώρες και όταν τις μεταφέρουν στη χώρα τους τις εκμεταλλεύονται σεξουαλικά, ενώ πέρα από τις απειλές και την άσκηση βίας, επιβάλλουν να κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών για να μπορούν να τις ελέγχουν. Με αυτό τον τρόπο μειώνουν τους κινδύνους ανακάλυψής τους και μεταφέρουν εύκολα τα υποψήφια θύματα στις χώρες τους.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί και σε ζητήματα εμπορίας βρεφών για παράνομη υιοθεσία. Σε αρκετές περιπτώσεις βρέφη πωλούνται προς 20.000 δολάρια από τη Νότια και Κεντρική Αμερική. Στην Γουατεμάλα περίπου 30 υποθέσεις το χρόνο αφορούν παράνομες υιοθεσίες από “ψεύτικες” μητέρες. Η δεδομένη συνδρομή διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων και υψηλών κρατικών λειτουργών κρίνεται σημαντική. Το έτος 2000 εξαρθρώθηκε κύκλωμα από την Αλβανία το οποίο έστελνε εγκύους ιερόδουλες στη Γερμανία προκειμένου να γεννήσουν εκεί τα παιδιά τους και να τα πουλήσουν σε εύπορα ζευγάρια δυτικοευρωπαίων έναντι 11 εκατομμυρίων δραχμών το ένα. Οι εισαγγελικές αρχές εκτιμούσαν ότι στην υπόθεση εμπλέκονταν αρκετές κλινικές και τουλάχιστον ένα νοσοκομείο. Σύμφωνα με έρευνα του ιταλικού παραρτήματος της μη κυβερνητικής οργάνωσης ‘‘Σώστε τα Παιδιά’’, που δημοσιεύτηκε στον ημερήσιο τύπο, στην Ελλάδα έρχονται συνήθως οι έγκυες γυναίκες από τα Βαλκάνια που έχουν συμφωνήσει να δώσουν τα παιδιά τους για υιοθεσία. Οι τιμές των εμβρύων κυμαίνονται από 7.000 δολάρια για το κορίτσι μέχρι 15.000 δολάρια για το αγόρι σύμφωνα με στοιχεία του 2004. Κύκλωμα εμπορίας βρεφών από τη Βουλγαρία το οποίο εξαρθρώθηκε το 2006, πουλούσε βρέφη σε ελληνικές οικογένειες έναντι 1.500 με 3.000 ευρώ, τα δε αγόρια κοστολογούνταν ακριβότερα.
Η εκμετάλλευση ανηλίκων είτε για παιδεραστία είτε για επαιτεία είναι ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του βέλγου Ντιτρού ενώ στη Γαλλία διεξήχθη το 2005 η μεγαλύτερη υπόθεση παιδεραστίας στα χρονικά της χώρας αυτής με 66 κατηγορούμενους και 45 θύματα, όλα βρέφη και μικρά παιδιά όταν έγιναν τα σεξουαλικά εγκλήματα, με ιδιαίτερα συγκλονιστικές μαρτυρίες.
Ιδιαίτερα κερδοφόρα είναι η επιχείρηση εμπορίας οργάνων για ιατρικά πειράματα και μεταμοσχεύσεις, από οργανωμένα κυκλώματα που δρουν κυρίως στην Ρωσία, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στο Μεξικό, στο Περού, στην Τουρκία, στην Ινδία και σε άλλες χώρες με αγοραστές οι οποίοι προέρχονται βασικά από τη Γερμανία, την Ελβετία και την Ιταλία.
Η σωματεμπορία λόγω των μεγάλων κερδών για τους θύτες και της βάναυσης προσβολής των ατομικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων των θυμάτων έχει αναχθεί σε μείζον πρόβλημα. Οι διάφορες εγκληματικές οργανώσεις δεν έχουν μείνει αμέτοχες σε μία τέτοια πηγή κέρδους συνεργαζόμενες μεταξύ τους στις χώρες προέλευσης και χώρες άφιξης για τη διακίνηση κυρίως γυναικών και παιδιών με σκοπό την πορνεία και την εν γένει σεξουαλική εκμετάλλευση.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετανάστευσης υπολογίζει σε 300.000 με 500.000 τις Ανατολικοευρωπαίες οι οποίες εκδίδονται στις δυτικές χώρες. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία εκτιμάται ότι 27.000.000 είναι σήμερα οι σκλάβοι σε ολόκληρο τον κόσμο, 600.000 με 800.000 άνθρωποι διακινούνται παράνομα κάθε χρόνο σε ολόκληρο τον κόσμο και το 80% είναι γυναίκες και παιδιά που εξαναγκάζονται στην πορνεία. 32.000.000.000 δολάρια είναι ο ετήσιος τζίρος της παράνομης διακίνησης ανθρώπων, 15.600 δολάρια περίπου είναι το ποσό με το οποίο πωλείται μια γυναίκα θύμα παράνομης διακίνησης στη Βρετανία. 218.000.000 παιδιά υποχρεώνονται να εργάζονται σε ολόκληρο τον κόσμο, 126.000.000 παιδιά υποχρεώνονται στις χειρότερες μορφές παιδικής εργασίας, 300.000 είναι τα παιδιά – στρατιώτες σε 30 εμπόλεμες περιοχές ολόκληρου του κόσμου, πολλά από αυτά είναι μικρότερα των 10 ετών.
Σύμφωνα με στοιχεία τα οποία δημοσιεύτηκαν το έτος 2001 εκτιμάται ότι σε παγκόσμιο επίπεδο περίπου 700.000 γυναίκες και παιδιά πέφτουν θύματα οργανωμένων δικτύων εμπορίας ανθρώπων. Στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπολογίζεται ότι ετησίως περίπου 120.000 γυναίκες και παιδιά, θύματα σωματεμπορίας, προέρχονται από τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Ο Διεθνής Οργανισμός για τη Μετανάστευση εκτιμά ότι μετά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας το 1991, οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα μετέφεραν στις δυτικές χώρες περίπου μισό εκατομμύριο ουκρανές από τις οποίες η μία στις πέντε απασχολείται στην πορνεία. Η ηλικία των θυμάτων κυμαίνεται μεταξύ 18 έως 30 ετών, ενώ έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις ηλικίας 13-14 ετών. Στη Ρουμανία από το σύνολο των ανθρώπων που την τριετία 2000-2003 βοήθησε η Διεθνής Οργάνωση μετανάστευσης και τα οποία είχαν εμπλακεί σε δίκτυα πορνείας, το 22% ήταν ανήλικοι. Σε διεθνή διάσκεψη η οποία έλαβε χώρα στη Μανίλα τον Μάρτιο του 2000 για την εμπορία ανθρώπων αναφέρθηκε ότι περίπου 250.000 γυναίκες και παιδιά στη νοτιοανατολική Ασία, αγοράζονται και πωλούνται ετησίως στην τιμή των 6.000 – 10.000 δολαρίων, ενώ περίπου 50.000 γυναίκες μεταφέρονται από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στις Η.Π.Α. για σεξουαλική εκμετάλλευση. Στην Κίνα οι αρμόδιες αρχές έδωσαν στη δημοσιότητα τον Σεπτέμβριο του 2000 στοιχεία που αφορούσαν στην πάταξη της εμπορίας ανθρώπων, σύμφωνα με τα οποία, οι αστυνομικές αρχές σε περίοδο έξι μηνών ελευθέρωσαν σε όλη τη χώρα 110.000 γυναίκες και 13.000 παιδιά τα οποία απήχθηκαν και κρατούνταν από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες για να μεταφερθούν και να πουληθούν στη δύση. ΠΑφκφκ
Η παράθεση σχετικών αριθμητικών στοιχείων, παρουσιάζει μονάχα ενδεικτικά το μέγεθος του προβλήματος.
Στα συμπεράσματα της εισήγησης τονίζεται ο ρόλος της πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση της οργανωμένης εγκληματικής δράσης. Ενδεικτικά και όσον αφορά στο θέμα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, αναφέρεται το εξής: Στη Νότια Κορέα προβλέπεται με σχετικά πρόσφατη νομοθετική διάταξη ποινή κάθειρξης δέκα ετών για του προαγωγούς. Βουλευτής της χώρας υποστήριξε ότι οι δρακόντειες ρυθμίσεις θα οδηγήσουν σε χρεοκοπία τους σχετικούς χώρους, που είναι διάσπαρτοι σε όλη τη χώρα στερώντας από την εθνική οικονομία ένα ετήσιο έσοδο της τάξης των 21 δις δολαρίων.
Στην Ελλάδα το εμπόριο ανθρωπίνων όντων αποτελεί φαινόμενο με ισχυρή παρουσία. Εκτιμάται ότι την δεκαετία του 1990 τουλάχιστον 80.000 γυναίκες και παιδιά από χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης προωθήθηκαν στην πορνεία με τη βία .
Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί και η “εισαγόμενη” πορνεία. Σύμφωνα με στοιχεία του έτους 1997, το ποσοστό των αλλοδαπών γυναικών οι οποίες εργάζονται στη “σεξουαλική βιομηχανία” φθάνει το 80% της πορνείας στη χώρα μας. Ένα μεγάλο ποσοστό των εκμεταλλευόμενων γυναικών είναι ανήλικες, ενώ καταγγέλλεται ότι έχουν σημειωθεί και ισχυρά κρούσματα διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό καθώς η εκμετάλλευση αυτή αποφέρει τεράστια κέρδη. Επιπλέον οι αλλοδαπές γυναίκες που ασκούν πορνεία παραμένουν έξω από κάθε νομική, κοινωνική και ιατρική φροντίδα ανήκοντας στην υψηλή ομάδα κινδύνου για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και άλλες λοιμώδεις ασθένειες.
Τα άτομα αυτά, ενήλικα και ανήλικα, διακινούνται στην Ελλάδα και την Κύπρο με σκοπό την πορνεία, από τις βαλκανικές χώρες και κυρίως από τη Βουλγαρία και Ρουμανία, από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης όπως η Ρωσία και η Ουκρανία, το Καζακστάν, η Γεωργία, η Λευκορωσία και από άλλες χώρες όπως η Τσεχία. Τα θύματα “πωλούνται” ή “ενοικιάζονται” προς 600-750 ευρώ το άτομο την εβδομάδα. Η τυχόν εξασφάλιση βίζας αποτελεί “επιπλέον έξοδο” για τους διακινητές αλλά δικαιολογείται γιατί οι κοπέλες παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα και έτσι τα κυκλώματα σωματεμπορίας αποκομίζουν μεγαλύτερα κέρδη.
Το έτος 2000 αποκαλύφθηκε ένα κύκλωμα εκμετάλλευσης γυναικών με σκοπό την πορνεία στην περιοχή της Θεσσαλίας με κέρδη 35 δισεκατομμύρια δραχμές.
Τα τελευταία χρόνια οι συλληφθέντες δράστες για αδικήματα τα οποία σχετίζονται με εμπορία και σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών, που έχουν εξιχνιασθεί στην Ελλάδα, είναι κυρίως έλληνες και ακολουθούν, αλβανοί, βούλγαροι, ρουμάνοι και υπήκοοι της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Οι γυναίκες αυτές είτε “στρατολογούνται” στην Ελλάδα, όπου διαμένουν συνήθως παράνομα και έχουν χαμηλό οικονομικό, κοινωνικό και βιοτικό επίπεδο, είτε προωθούνται από τις χώρες προέλευσης. Εκδίδονται σε κέντρα διασκεδάσεως, σε οίκους ανοχής, σε “ινστιτούτα μασάζ”, ή μέσω ραντεβού από αγγελίες, ο οποίος είναι και ο πιο διαδεδομένος τρόπος διάθεσης καθώς με τη συνδρομή της καρτο-κινητής τηλεφωνίας εξασφαλίζεται και η αδυναμία εντοπισμού των δραστών. Η ‘‘στρατολόγηση’’ των γυναικών αυτών γίνεται επίσης και μέσω γραφείων ευρέσεως εργασίας των χωρών προέλευσης των θυμάτων, στη συνέχεια με παρότρυνση ή χρήση ψυχολογικής και σωματικής βίας, συμπεριλαμβανομένων και βιασμών, εξαναγκάζουν τις αλλοδαπές να εκδίδονται για να εξοφλήσουν τμηματικά τα οφειλόμενα ποσά που δαπανήθηκαν για την είσοδο και διαμονή στη χώρα. Έχει διαπιστωθεί ότι οι δράστες προκειμένου να συνεχίζουν ν’ αποκομίζουν τα κέρδη τους και να μειώσουν τις πιθανότητες σύλληψης αυτών και των εκδιδόμενων γυναικών, τις “πωλούν”, “ανταλλάσσουν”, ή ακόμη και ‘‘μισθώνουν’’ για ορισμένο χρονικό διάστημα. Έχουν καταγραφεί επίσης μεμονωμένες περιπτώσεις τέλεσης εικονικών πολιτικών γάμων με έλληνες (συνήθως μεγάλης ηλικίας και χαμηλού οικονομικού και κοινωνικού επιπέδου) ώστε να αποκτήσουν δικαίωμα διαμονής. Κατά την απέλαση των γυναικών αυτών, στα σύνορα τις αναμένουν τα κυκλώματα σωματεμπορίας και τις επαναπροωθούν άμεσα στην Ελλάδα με πλαστά έγγραφα.
Η κάθε ανήλικη που εργάζεται σε σπίτια τα οποία παρέχουν υπηρεσίες “μασάζ” εκτιμάται ότι αποφέρει κέρδη της τάξεως περίπου των 700 ευρω ημερησίως στον εργοδότη της.
Με τη μαζική είσοδο και ανηλίκων στη χώρα μας αυξήθηκε θεαματικά το αδίκημα της επαιτείας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των αρμόδιων επιχειρησιακών υπηρεσιών της ελληνικής αστυνομίας, κάθε ανήλικος ο οποίος επαιτεί στους φωτεινούς σηματοδότες θα πρέπει να συγκεντρώνει το χρηματικό ποσό των 900 περίπου ευρώ μηνιαίως..
Έχει διαπιστωθεί ότι οργανωμένες ομάδες στην Αλβανία στρατολογούν, ή σε ορισμένες περιπτώσεις “μισθώνουν” από τους γονείς τους, ανήλικους ομοεθνείς τους, τους μεταφέρουν λαθραία στην Ελλάδα, κυρίως στα αστικά κέντρα, όπου άλλα μέλη της ομάδας φροντίζουν για τη συντήρηση και τη μεταφορά τους σε διάφορα σημεία και τους υποχρεώνουν να επαιτούν, ενώ άλλα άτομα της ομάδας παραλαμβάνουν τις εισπράξεις τους. Σύμφωνα με στοιχεία της αστυνομίας, περισσότερα από 300 παιδιά το χρόνο επαιτούν, όσοι όμως συλλαμβάνονται με την κατηγορία της εξώθησης σε επαιτεία θα απελαύνονται και ουδέποτε θα μπορούν να διεκδικήσουν “λευκή” ή “πράσινη” κάρτα. Αν τυχόν διατεθεί θα τους αφαιρείται.
Στην περίπτωση της επαιτείας εκτιμάται ακόμη ότι αρκετά άτομα έχουν ακρωτηριαστεί εσκεμμένα για να αυξήσουν το αίσθημα του οίκτου και κατά συνέπεια τα κέρδη τους θυμίζοντάς μας μυθιστορηματικούς χαρακτήρες σε μία σαθρή πραγματικότητα.
H εμπορία ανθρώπων έχει μεταλλαχτεί τα τελευταία χρόνια. Από μια περίοδο βαρβαρότητας τη δεκαετία του 1990 πέρασε σε μια φάση ορθολογικής διαχείρισης του trafficking από το οργανωμένο έγκλημα. Δεν στηρίζει πλέον την άντληση των κερδών του αποκλειστικά στην συστηματική κακοποίηση των θυμάτων, αντίθετα επιδιώκει τη «διαχείριση» των θυμάτων προσφέροντάς τους λίγα χρήματα, ένα ρεπό, μια προοπτική απελευθέρωσης εφόσον αυτά στρατολογήσουν νέα θύματα. Το λεγόμενο «χαμογελαστό trafficking» αναφέρεται σε μια διαδικασία ισοπέδωσης της αξιοπρέπειας του θύματος το οποίο σταδιακά παύει να ελπίζει και να διεκδικεί τη σωτηρία του. Μερικά ευρώ την ημέρα και ένα ρεπό συχνά αρκούν ώστε το θύμα να μην επιδιώξει την απελευθέρωσή του και τη συνεργασία του με τις αρχές.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος έχουν γίνει σημαντικά βήματα τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο, λόγω όμως του περιορισμένου χρόνου δεν παρουσιάζονται οι σχετικές πρωτοβουλίες.
Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την καταπολέμηση του φαινομένου πρέπει να επικεντρωθούν στην ενίσχυση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χωρίς να απομονώνουν, στιγματίζουν, περιθωριοποιούν και ποινικοποιούν περαιτέρω τα θύματα αυτής της εκμετάλλευσης.
Τα κράτη και ιδιαίτερα εκείνα τα οποία εμφανίζουν ένα σημαντικό βαθμό ανεκτικότητας στην παράνομη πορνεία, θα πρέπει να επικυρώσουν τις σχετικές συμβάσεις και πρωτόκολλα, καθώς και τις συμφωνίες για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και των βασανιστηρίων.
Ιδιαίτερο βάρος πρέπει να δοθεί στις συνθήκες διαβίωσης. Η φτώχια αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις την αιτία της σωματεμπορίας και ιδιαίτερα της πορνείας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας, οι οποίες θεωρούνται ο “παράδεισος” του ερωτικού τουρισμού και της παιδεραστίας. Στις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, από το 1990 έως το 1998 το ακαθάριστο εθνικό προϊόν τους έπεσε στο μισό. Η παραοικονομία καλύπτει το 25% του ΑΕΠ στη Ρωσία και το 40% σε χώρες όπως η Αρμενία. Τα όπλα, τα ναρκωτικά και η πορνεία είναι τα ‘‘εξαγώγιμα προϊόντα’’ αυτών των υπό μετάβαση οικονομιών. Οι άνθρωποι οι οποίοι ζούσαν κάτω από το έσχατο όριο της φτώχειας ανέβηκαν από τα 14 εκατομμύρια το 1989, στα 120 εκατομμύρια στις αρχές του 1995. Ενδεικτικό είναι ότι μια εργαζόμενη στην Ουκρανία κερδίζει κατά μέσο όρο στη χώρα της εκατό δολάρια το μήνα, ενώ στα πεζοδρόμια του Μιλάνου μπορεί να εξασφαλίσει και πεντακόσια δολάρια σε μία μόλις νύχτα.
Υπάρχουν εθνικές οικονομίες οι οποίες στηρίζονται στην παραγωγή ναρκωτικών απασχολώντας χιλιάδες πολίτες, ενώ σε πολλές χώρες η πορνεία αποτελεί τρόπο επιβίωσης για τις ομάδες πληθυσμού με πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας πρέπει να στραφεί στην αντιμετώπιση και άμβλυνση των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων και στην ανάπτυξη της συνεργασίας των κρατών. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δε μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική αντεγκληματική πολιτική απομονωμένη στα εθνικά όρια, η υπερεθνική ή διασυνοριακή εγκληματικότητα απαιτεί υπερεθνική ή διασυνοριακή δράση σε πολλούς τομείς.
Επίσης πρέπει να επικουρείται το θύμα από ψυχολόγους, από γιατρούς, από την πολιτεία σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας με κάθε μέσο όταν το θύμα αποτελεί μάρτυρα κατηγορίας σε δίκη κατά των σωματεμπόρων. Είναι πολύ σημαντικό σε περιπτώσεις που αφορούν στην οργανωμένη εγκληματική δράση, πέραν των όσων προβλέπονται στο άρθρο 9 του ν. 2928/2001 για την προστασία των μαρτύρων που καταθέτουν σε σχετική δίκη, να δίνεται η δυνατότητα προστασίας σε μάρτυρες αλλά και σε θύματα και στο στάδιο μετά τη δίκη με αλλαγή στα στοιχεία της ταυτότητας, με εγκατάσταση σε άλλο τόπο και στο εξωτερικό μετά από συμβάσεις με τα εμπλεκόμενα κράτη, ακόμη και με αλλαγή των χαρακτηριστικών του προσώπου.
Σε κάθε περίπτωση και πέρα από το μέτρο της αναστολής της απέλασης μέχρι την εκδίκαση των υποθέσεων που τους αφορούν, στα θύματα πρέπει να χορηγείται άδεια παραμονής και να γίνονται προσπάθειες εύρεσης εργασίας κατά προτεραιότητα μέσω του ΟΑΕΔ ακόμη και με συμμετοχή στα έξοδα της ασφάλειας των εργαζομένων από τον ίδιο τον Οργανισμό.
Με την αντιμετώπιση του εγκλήματος προλαμβάνεται βεβαίως και η θυματοποίηση, σε κάθε πάντως περίπτωση η ενθάρρυνση του θύματος για την καταγγελία της πράξης και η συμμετοχή του στη δίωξη του δράστη είναι θεμελιώδης. Εγκληματολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι ένας μεγάλος αριθμός θυμάτων αποφεύγει την ποινική δίωξη του εγκληματία. Σε περίπτωση που το θύμα έχει επιστρέψει στη χώρα του και εφόσον δεν είναι δυνατόν να παρευρεθεί στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης για τη σωματεμπορία, είναι σημαντικό να μπορεί να καταθέτει μέσω ηλεκτρονικού συστήματος τηλεδιάσκεψης, ώστε να ακουστεί το θύμα, να απαντά στις σχετικές ερωτήσεις των παραγόντων της δίκης και να αποφεύγεται η αναβολή των υποθέσεων με κίνδυνο παραγραφής των αδικημάτων.
Επειδή η σωματεμπορία αποτελεί μία ιδιαίτερα «προσφιλή» δραστηριότητα των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, είναι σημαντική η αντιμετώπιση της υπερεθνικής ή διασυνοριακής οργανωμένης εγκληματικής δράσης εν γένει.
Μια άλλη οπτική που αξίζει να θίξουμε είναι και η προστασία των δικαιωμάτων αυτών που θίγονται από τις προσπάθειες αντιμετώπισης της οργανωμένης εγκληματικής δράσης. Η αντιμετώπιση του διασυνοριακού και υπερεθνικού οργανωμένου εγκλήματος πρέπει να γίνεται με νόμιμα μέσα και με πλήρη σεβασμό των αρχών του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αφού η διαφύλαξη των ατομικών ελευθεριών από το κράτος, το οποίο λειτουργεί ως θεματοφύλακάς τους, αποτελεί τη δικαιολογητική βάση της καταπολέμησης της εγκληματικότητας η οποία θίγει τις αξίες αυτές.
Θα ήταν οξύμωρο το κράτος για να προστατεύσει τις αξίες αυτές όπως την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια, ή την ανάπτυξη της προσωπικότητας να επιβάλλει περιορισμούς και να προβαίνει σε προσβολές αυτών των δικαιωμάτων. Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία στο μέλλον εγκαταλειφθεί μερικά ο κανόνας του εθνικού κράτους, η αρχή του κράτους δικαίου πρέπει να παραμείνει ακέραιη.
Η πρόκληση της αντιμετώπισης της υπερεθνικής εγκληματικότητας δεν πρέπει να οδηγεί στην απώλεια και στην αποδυνάμωση κατακτήσεων της νομικής επιστήμης. Ένας συμβιβασμός ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα της αντιμετώπισης και στον περιορισμό ορισμένων ατομικών ελευθεριών είναι ίσως απαραίτητος, είναι όμως ανεπίτρεπτος όταν υπάρχει τρόπος αποφυγής και πρέπει να κρίνεται με βάση τις αρχές της αναγκαιότητας, της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, ώστε να μην αποτελέσουμε οιονεί θύματα στις προσπάθειες αντιμετώπισης Μία χαρακτηριστική περίπτωση στην οποία μπορεί να βρεθεί η ‘‘χρυσή τομή’’ μεταξύ της αποτελεσματικής αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος και της κατά το δυνατόν προστασίας των δικαιωμάτων των εμπλεκομένων ατόμων και η οποία θα μπορούσε να υιοθετηθεί και από την ελληνική έννομη τάξη, καταθέτει ο Λίβος αναφερόμενος στο δίλημμα που αναφύεται ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα της διεξαγωγής μιας ανακριτικής πράξης και στην προσβολή των δικαιωμάτων του θιγομένου παρουσιάζει μία λύση στην οποία έχουν καταφύγει οι έννομες τάξεις της Δανίας και της Αυστρίας. Η τακτική αυτή είναι ο αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου επιλεγόμενος από σχετικό κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται με ειδική διαδικασία, αμειβόμενος από το δημόσιο, απολαμβάνοντας πλήρη ανεξαρτησία και τηρώντας το επαγγελματικό απόρρητο. Ο συνήγορος διορίζεται από το δικαστικό συμβούλιο το οποίο διατάσσει τη διενέργεια της ανακριτικής πράξης, ενημερώνεται για λογαριασμό του θιγομένου σχετικά με οτιδήποτε αφορά στη διεξαγωγή της και ασκεί υπέρ αυτού όσα δικαιώματα προβλέπονται στο νόμο. Έτσι από τη μία δεν ενημερώνεται ο ύποπτος καθιστώντας τις πράξεις παρακολούθησής του χωρίς αντικείμενο, από την άλλη οι ανακριτικές αυτές τεχνικές παρακολουθούνται από τρίτο ανεξάρτητο πρόσωπο, τον συνήγορο ο οποίος μπορεί να ασκήσει υπέρ του θιγομένου προσώπου τα δικαιώματα τα οποία προβλέπει ο νόμος.
Το έλλειμμα ασφάλειας το οποίο δημιουργεί η δράση του οργανωμένου εγκλήματος, δεν επιτρέπεται να καλυφθεί με έλλειμμα σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, εγκληματία ή μη. Μεταξύ της εγκληματικότητας και του κράτους το οποίο την καταπολεμά, δε νοείται ‘‘ισότητα των όπλων’’ με την έννοια ότι το κράτος δε μπορεί να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, οι ενέργειές του υπαγορεύονται από τις αρχές τις νομιμότητας και της αναλογικότητας.
Η αντιμετώπιση των εγκληματικών φαινομένων με την αβασάνιστη αύξηση της ποινικοποίησης δεν αποτελεί λύση. Οι απειλές του οργανωμένου εγκλήματος δεν πρέπει να συνοδεύονται από ένα αστυνομοκρατούμενο κράτος. Είναι οξύμωρο το αίσθημα ανασφάλειας του πολίτη από την εγκληματική δράση να επιβαρύνεται και από αίσθημα ανασφάλειας λόγω της άμετρης καταστολής και της υπερβολικής άσκησης κρατικού ελέγχου. Το κράτος, το οποίο είναι θεματοφύλακας των ατομικών ελευθεριών, δεν πρέπει να αποτελέσει μια οργουελιανή εκδοχή του ‘‘μεγάλου αδελφού’’. Ένα περιστατικό το οποίο απασχόλησε τα δελτία ειδήσεων και τις στήλες των εφημερίδων και το οποίο προκαλεί εύλογα ερωτήματα, έλαβε χώρα μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α., στις 11-9-2001. Συγκεκριμένα, στις 19-11-2001 εστάλη από ιδιοκτήτη εταιρείας τροφίμων στη Θεσσαλονίκη, μήνυμα, στην ελληνική γλώσσα, μέσω κινητού τηλεφώνου, σε αντιπρόσωπό του ο οποίος εργάζεται στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας. Το μήνυμα έγραφε: ‘‘Μπιν Λάντεν ζεις, εσύ μας οδηγείς’’. Την επομένη ο έλληνας αντιπρόσωπος συνελήφθη από τις γερμανικές αρχές γιατί κρίθηκε ύποπτος, οδηγήθηκε στο τμήμα και αφού ανακρίθηκε επί ώρες αφέθηκε ελεύθερος, καθώς διαπιστώθηκε ότι πρόκειται περί αστεϊσμού. Ο ίδιος ο ‘‘παθών’’ δεν είπε πουθενά οτιδήποτε για τη λήψη του μηνύματος. Αναρωτιέται λοιπόν εύλογα κάποιος πώς εντοπίστηκε το επίμαχο μήνυμα και μήπως τελικά οι προσπάθειες θωράκισης και σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων και ιδιαίτερα του απορρήτου των επικοινωνιών και προστασίας της ιδιωτικής ζωής έχουν σχετικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό στην πράξη;
Σε κάθε περίπτωση όλες οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση του διασυνοριακού και υπερεθνικού εγκλήματος καθίστανται κενό γράμμα εάν δεν υπάρξει συνειδητοποίηση της σοβαρότητας του προβλήματος και πολιτική βούληση για την αντιμετώπισή του. Τονίζεται η σημασία της θωράκισης του πολιτικού και οικονομικού ιστού από τη διάβρωσή τους με μεθόδους διαφθοράς από τις εγκληματικές οργανώσεις, η οποία όταν έχει επεκταθεί σε υψηλά κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας ανατρέπει οποιαδήποτε θετικά βήματα της συνεργασίας των κρατών και γενικά τις προσπάθειες αντιμετώπισης.
Η πολιτική βούληση, η οποία έχει και την τελική ευθύνη για τη διαμόρφωση και υλοποίηση της αντεγκληματικής πολιτικής, εκφράζεται σε δύο επίπεδα: σε εθνικό και σε διεθνές με τον έλεγχο της εφαρμογής των μέτρων αντιμετώπισης και με την άσκηση πίεσης διπλωματικής ή οικονομικής στα κράτη τα οποία υποθάλπουν την εγκληματικότητα διαμέσου της συνεργασίας των χωρών και της συμμετοχής τους σε υπερεθνικά όργανα. Οι όποιες πιέσεις πρέπει να λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών όπως ο Ο.Η.Ε., με απόφαση από την βάση του οργανισμού (Γενική Συνέλευση), για να αποφευχθεί η οποιαδήποτε πολιτική χροιά στην εκδήλωση της πίεσης, γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ενισχυθεί ο ρόλος του Ο.Η.Ε. και των αρμοδίων τμημάτων του στην πρόληψη και καταστολή των εγκληματικών αυτών φαινομένων. Ωστόσο και πάλι ίσως δεν είναι δυνατή η εξάλειψη του ενδεχόμενου μιας επιλεκτικής εφαρμογής της δράσης αυτής υπαγορευμένης από πολιτικούς συσχετισμούς και συμφέροντα.
Στο θέμα της αντιμετώπισης του διασυνοριακού και υπερεθνικού οργανωμένου εγκλήματος υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες κυρίως οικονομικού και πολιτικού περιεχομένου. Στις Η.Π.Α. για παράδειγμα, με νόμο του 1961 (Foreign Assistance Act), ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. πρέπει να υποβάλλει στο Κογκρέσο μία ετήσια αναφορά για τη διεθνή στρατηγική ελέγχου των ναρκωτικών (International Narcotics Control Strategy Report). Βάσει των υποχρεώσεων της έκθεσης οι Η.Π.Α. πρέπει να λαμβάνουν μέτρα κατά των χωρών παραγωγής ή μετακομιδής ναρκωτικών που η δράση τους αυτή επηρεάζει τις Η.Π.Α. Τα μέτρα αυτά έχουν κυρίως οικονομικό χαρακτήρα όπως η χορήγηση δανείων. Ωστόσο, εφόσον ο Πρόεδρος βεβαίωνε το κογκρέσο ότι κάποια χώρα λάμβανε επαρκή μέτρα για την αντιμετώπιση του εμπορίου ναρκωτικών, του ξεπλύματος χρημάτων και της διαφθοράς ή ακόμα και αν αυτό δεν ίσχυε αλλά η χώρα αυτή έπαιζε σημαντικό ρόλο στην “προώθηση ζωτικών εθνικών συμφερόντων” των Η.Π.Α., η βοήθεια μπορούσε να συνεχιστεί. Έτσι με το τελευταίο στοιχείο, ένας πολιτικός παράγοντας καθορίζει την αντεγκληματική πολιτική και ανατρέπει τους στόχους και τα όποια επιτεύγματα. Το 1994 ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. βεβαίωσε ότι 16 χώρες είχαν παρουσιάσει ικανοποιητικά αποτελέσματα στην καταπολέμηση των ναρκωτικών, εντάχθηκαν ωστόσο στο πλαίσιο βοήθειας και άλλες χώρες, παρότι δεν συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις, αλλά προωθούσαν τα αμερικανικά συμφέροντα, οι χώρες αυτές ήταν το Λάος, ο Λίβανος, η Βολιβία, το Περού και ο Παναμάς. Το Λάος για παράδειγμα παρότι αποτελεί μία σημαντική χώρα παραγωγής οπίου, με μεγάλο βαθμό διαφθοράς και χωρίς να παρουσιάσει πρόοδο στην πολιτική της αντιμετώπισης της εμπορίας ναρκωτικών, ωστόσο αποτελεί σημαντικό αρωγό στην προσπάθεια εύρεσης των αμερικανών αγνοούμενων του πολέμου του Βιετνάμ.
Σε σχετική εισήγησή του βουλευτής σε ημερίδα με θέμα το οργανωμένο έγκλημα, αναφέρει ότι «το οργανωμένο έγκλημα με τη συσσώρευση μεγάλου αθέμιτου πλούτου και δύναμης με κάθε μέσο και δίχως όρους μπορεί να επηρεάσει πολύ πιο αποτελεσματικά τη λειτουργία του πολιτικο-κοινωνικού και οικονομικού συστήματος. Το επίσημο σύστημα πολλές φορές καλύπτει εκείνους που βρίσκονται πίσω από τις εγκληματικές οργανώσεις». Αναφέρει χαρακτηριστικά δύο παραδείγματα, το ένα αφορά στην περίπτωση των ναρκωτικών στην οποία, «παρότι υπάρχει ένα πολύ καλό ποινικό οπλοστάσιο ωστόσο το φαινόμενο εξαπλώνεται ακόμη και σε κλειστούς κύκλους, εκεί όπου η αντιμετώπισή του είναι θεωρητικά πολύ πιο εύκολη γιατί ξέρεις ποιος είναι χρήστης, από που προμηθεύεται και ποιοι είναι εκείνοι οι οποίοι πλουτίζουν εύκολα και ύποπτα τα τελευταία χρόνια. Τα ναρκωτικά όχι μόνο δεν έχουν αντιμετωπιστεί αλλά έχουν γίνει η μεγαλύτερη παράνομη επιχείρηση, της οποίας τον τζίρο καμία άλλη νόμιμη εθνική επιχείρηση δεν πλησιάζει». Δεν είναι τυχαίο, συνεχίζει, «ότι τα τελευταία 20 χρόνια πραγματικοί μεγαλέμποροι ναρκωτικών πιάστηκαν, αλλά κατά σατανική σύμπτωση δεν έμειναν στις φυλακές». Το δεύτερο παράδειγμα αφορά στην οργανωμένη σωματεμπορία και πορνεία και αναρωτιέται ο ίδιος βουλευτής, γιατί «αφού διαφημίζεται ελεύθερα στο διαδίκτυο, στις εφημερίδες σε οποιοδήποτε περιοδικό, δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός ο οποίος ξεκινώντας από τις διαφημίσεις αυτές να φθάσει στην πηγή;».Σε σχετική ερώτηση ότι αφού είναι γνωστές οι πηγές της πορνείας, των ναρκωτικών κλπ γιατί δεν εκδηλώνεται έμπρακτα η βούληση από την πολιτεία να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα αυτά, απαντά ότι «υπάρχει η βούληση, ωστόσο μεταξύ πολιτείας και των χώρων όπου ασκείται η οργανωμένη εγκληματικότητα μεσολαβεί η κρατική μηχανή. Αυτή είναι πολυπλόκαμη, αναφέρεται σε πάρα πολλές δραστηριότητες του κράτους και μέσα στους μαιάνδρους της πολλές φορές χάνεται η πολιτειακή βούληση».
Ωστόσο, κατά την άποψή μου, την τελική ευθύνη για την ορθή και αποτελεσματική λειτουργία της κρατικής μηχανής, πέρα από τις αρμόδιες προϊστάμενες αρχές, την έχει ακέραια η ίδια πολιτεία, η οποία έχει θεσμοθετήσει και σχετικούς φορείς όπως η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, το Σ.Δ.Ο.Ε. κ.α.
Αυτή η πολιτική βούληση των κρατών και των διαφόρων διακυβερνητικών και μη οργανισμών οι οποίοι έχουν την ευθύνη για την καταπολέμηση του διασυνοριακού και του σύγχρονου υπερεθνικού οργανωμένου εγκλήματος θα πρέπει να εκδηλώνεται έμπρακτα σύμφωνα με τους περιορισμούς που θέτει η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και η εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών του δικαίου και σε σύντομο διάστημα καθώς ενώ από τη μία γίνονται ακόμη προσπάθειες να οριοθετηθεί εναργώς η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος, από την άλλη, το έγκλημα αυτό εξακολουθεί να εξαπλώνεται ραγδαία.